- κάσαμον
- κάσαμον, τό,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κάσαμον — και κάσσαμον, τὸ (Α) 1. το φυτὸ κυκλάμινο 2. είδος καρυκεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cassamum] … Dictionary of Greek
κάσαμον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασάμου — κάσαμον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσαμα — κάσαμον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)